κωμῳδοποιητής

κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιητής
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κωμωδοποιητής — κωμῳδοποιητής, ό (Α) συγγραφέας κωμωδιών, κωμωδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + ποιητής] …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδοποιηταί — κωμῳδοποιητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”